Εισαγωγή
Στο προηγούμενο άρθρο μας αναφερθήκαμε στον ορθό λόγο, προσπαθώντας να δώσουμε ένα ορισμό του. Λόγω της επιθυμίας να είναι τα άρθρα αυτά σχετικά σύντομα, ώστε να μπορούν να διαβαστούν ευκολότερα, παραλείψαμε σημαντικές αναφορές στον ορθό λόγο. Στο παρόν άρθρο θα συνεχίσουμε με την παράθεση πηγών σχετικά με τον ορθό λόγο, ώστε να υπάρχει μεγαλύτερη και καλύτερη προσέγγισή του. Να σημειώσουμε ότι το θέμα του ορθού λόγου δεν είναι καθόλου απλό. Αντίθετα, απασχόλησε πολλούς φιλοσόφους και θεολόγους, μετά τον Αριστοτέλη, που πρώτος εισήγαγε τον όρο ορθός λόγος. Με τους Στωικούς δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στην «απορία» εάν πρόκειται για Νόμο της Φύσης, τουτέστιν παγκόσμιο νόμο, ή όχι;
Στο παρακάτω κείμενο θα ξεκινήσουμε από τον ορθό λόγο, αλλά θα καταλήξουμε σε μία σημαντική ομιλία του Πάπα Βενέδικτου του Στ΄, η οποία δίνει μία διαφορετική διάσταση στην συζήτηση του ορθού λόγου. Σε επόμενο άρθρο θα αναφερθούμε και σε άλλες απόψεις θεολόγων, κ.λπ., για τον ορθό λόγο.
Αναφορές στον ορθό λόγο
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, στην διαδικτυακή σελίδα http://e-cynical.blogspot.com/2008/07/blog-post_31.html αναφέρεται ότι «η εφαρμογή του Ορθού Λόγου, των κανόνων, δηλαδή, της τυπικής λογικής στις κρίσεις μας δεν αποτελούσε πάντοτε αυτονόητο εργαλείο» [1]. Βλέπουμε, δηλαδή, να ταυτοποιείται ο ορθός λόγος με την τυπική λογική. Η παραπάνω σελίδα του διαδικτύου προχωράει και ένα βήμα περαιτέρω γράφοντας ότι «Η παρακμή του ελληνισμού συνοδεύεται μοιραία και με την εξορία και παρακμή του ορθολογισμού, εποχή που συμπίπτει με την άνοδο και επικράτηση του χριστιανισμού και που συνιστά τον πρώιμο Μεσαίωνα. Το νέο παράδειγμα που κυριαρχεί είναι αυτό της πίστης, του δόγματος, της σωτηρίας της ψυχής, της εξ’ αποκαλύψεως αλήθειας αντί της κριτικής σκέψης. Η Θεολογία πλέον ταυτίζεται με τη Φιλοσοφία που σε αντίθεση με αυτήν, εδράζεται σε ένα στενό πυρήνα ανορθολογισμών, αποκλεισμένων από κάθε λογική διερεύνηση. Ο Ορθός Λόγος χάνει την πρωτεύουσα θέση του στο Μεσαιωνικό αξιακό σύστημα, εκτοπιζόμενος από την Πίστη, σαν ιεραρχικά ανώτερη δύναμη προσέγγισης της αλήθειας» [2]. Η άποψη αυτή, κατά την άποψή μας, είναι αυθαίρετη και δεν βασίζεται σε κανόνες του «ορθού λόγου», τον οποίο, όπως προαναφέραμε, η συγκεκριμένη σελίδα τον ταυτίζει με την τυπική λογική. Να επισημάνουμε ότι δεν αναφέρονται πηγές ή τεκμήρια για την συγκεκριμένη άποψη, άρα, κατά την άποψή μας, είναι στα όρια της «εικασίας».
Στην διαδικτυακή σελίδα http://lerakis.blogspot.com/ σε άρθρο για τον ορθό λόγο γράφεται ότι «στην πορεία της ανθρώπινης ιστορίας πολλά ήταν τα φιλοσοφικά και θρησκευτικά συστήματα, που προσπάθησαν να αναγνωρίσουν και να ερμηνεύσουν την υπεροχή της λογικής σκέψης απέναντι στις αισθήσεις. Πολλές δε από τις θεωρήσεις αυτές αποδόθηκαν, εσφαλμένα κατά την αντίληψή μου, στον ορθό λόγο και κατ’ επέκταση στον ορθολογισμό. Άλλο πράγμα όμως η λογική σκέψη και άλλο ο Λόγος» [3]. Βλέπουμε, δηλαδή, στο απόσπασμα αυτό μία διαφοροποίηση της λογικής σκέψης και του Λόγου.
Στο ίδιο κείμενο ο συγγραφέας αναφέρεται σε μία ομιλία του Πάπα Βενέδικτου του Στ΄, στις 12 Σεπτεμβρίου 2006 στο Πανεπιστήμιο του Ρέγκενσμπουργκ (Regensburg) της Γερμανίας με τίτλο «Η πίστις, η λογική και το Πανεπιστήμιον – Αναμνήσεις και Στοχασμοί» [4]. Ο Πάπας Βενέδικτος ο Στ΄ δίδαξε στο συγκεκριμένο Πανεπιστήμιο, στην μία από τις δύο Θεολογικές Σχολές που είχε τότε (1959), οπότε αναφέρθηκε και στις προσωπικές του εμπειρίες ως πανεπιστημιακός δάσκαλος. Στην ομιλία του αυτή ο Πάπας Βενέδικτος μεταξύ άλλων είπε «ήτο σαφές ότι και εκείναι (εννοεί τις δύο Θεολογικές Σχολές), διερευνώσαι την λογικότητα της πίστεως, διεξήγον έργον, το οποίον απετέλει κατ’ ανάγκην μέρος του “όλου” ενός Παν-επιστημίου των επιστημών (“Universitatis scientiarum”), ακόμη και αν δεν ηδύναντο άπαντες να συμμερισθούν την πίστιν, την οποίαν οι θεολόγοι επιζητούν να συσχετίσουν προς την Λογικήν συνολικώς. Η βαθεία αύτη αίσθησις μιας συνοχής μετά του σύμπαντος της Λογικής δεν διεταράσσετο, ουδέ ακόμη και όταν κάποτε ανεφέρθη το λεχθέν υπό τινος συναδέλφου, ότι το Πανεπιστήμιόν μας εχαρακτηρίζετο υπό μιας παραδοξότητος: είχε, δηλαδή, δύο Σχολάς του αφιερωμένας εις κάτι το οποίον δεν υπήρχε — τον Θεόν. Ότι ακόμη και ενώπιον τοιούτου ριζοσπαστικού σκεπτικισμού εξηκολούθει να θεωρείται αναγκαίον και εύλογον να εγείρεται το περί Θεού ερώτημα με χρήσιν της λογικής και μάλιστα εντός του περιβάλλοντος της παραδόσεως της χριστιανικής πίστεως, τούτο, εν τω Πανεπιστημίω συνολικώς, ήτο αναμφισβητήτως αποδεκτόν». Στο πρώτο μέρος του αποσπάσματος βλέπουμε την σύνδεση της πίστης με την λογική («διερευνώσαι την λογικότητα της πίστεως»), αλλά και στη συνέχεια την αναφορά του στην πίστη
«την οποίαν οι θεολόγοι επιζητούν να συσχετίσουν προς την Λογικήν συνολικώς».
Πιο κάτω ο Πάπας Βενέδικτος εξιστορεί μία συνομιλία του «βυζαντινού αυτοκράτορος Μανουήλ Β΄ του Παλαιολόγου και ενός πεπαιδευμένου Πέρσου, επί του θέματος του Χριστιανισμού και του Ισλάμ και της αληθείας αμφοτέρων», την οποία μνημονεύει ο Καθηγητής Θεοντόρ Κούρυ (Theodore Khoury). Στη συνέχεια οι δύο συνομιλητές υπεισέρχονται στο θέμα του ιερού πολέμου και «του κεντρικού προβλήματος της σχέσεως μεταξύ θρησκείας και βίας εν γένει», οπότε ο αυτοκράτορας λέγει στον συνομιλητή του ότι «η βία δεν είναι συμβατή προς την φύσιν του Θεού και την φύσιν της ψυχής» και καταλήγει λέγοντας «Ότι τε Θεός», λέγει, «ουκ οίδεν αίμασι χαίρειν και το μη συν λόγω ποιείν αλλότριον Θεού. […] Έπειθ’ η πίστις ψυχής, ου σώματός εστι καρπός, και δει γε γλώττης αγαθής και διανοίας ορθής τω προς την πίστιν ενάγοντι, ου βίας, ουκ απειλής, ου δάκνοντός τινος ή φρικώδους. Ώσπερ γαρ δεήσαν βιάζεσθαι φύσιν άλογον ου πειθούς έργον αν γένοιτο τούτο, ούτω και το πείθειν ψυχήν λογικήν ου χειρός, ου μάστιγος ουδ’ ουτινοσούν ετέρου των και θάνατον απειλούντων…». Το σχόλιο του Πάπα, κατά την διάρκεια της ομιλίας του, ήταν ότι «η αποφασιστική διατύπωσις εις το επιχείρημα τούτο εναντίον της βιαίας μεταστροφής ευρίσκεται εδώ: το να μη ενεργεί τις συμφώνως προς την λογικήν είναι ξένον προς την φύσιν του Θεού». Παρατηρούμε, δηλαδή εξίσου σημαντικό θεολογικό ερώτημα είναι το αν θα πρέπει να ενεργούμε σύμφωνα με την λογική, κάτι που κάνει τον Πάπα να συνεχίσει το επιχείρημά του και να αναφέρει ότι «ο εκδότης, Theodore Khoury, παρατηρεί: διά τον αυτοκράτορα, ως Βυζαντινόν διαπλασθέντα υπό της ελληνικής Φιλοσοφίας, η διατύπωσις είναι αυτονόητος. Αλλά διά την μουσουλμανικήν διδασκαλίαν, ο Θεός είναι απολύτως υπερβατικός». Βλέπουμε, την ομολογία του Πάπα, μέσω του Καθηγητή Κούρυ, ότι εφόσον ο Βυζαντινός αυτοκράτορας είχε διαπλασθεί από την ελληνική φιλοσοφία είναι απολύτως αποδεκτό να θεωρεί ότι οφείλουμε να ενεργούμε με βάση την λογική, κάτι που δεν είναι αυτονόητο στην μουσουλμανική θρησκεία.
Στο σημείο αυτό υπεισέρχεται ένα καινούριο ερώτημα σχετικά με την ελληνικότητα, ή καλύτερα την διείσδυση της ελληνικής σκέψης στον χριστιανισμό. Ο συγγραφέας του κειμένου στην διαδικτυακή σελίδα http://lerakis.blogspot.com/ γράφει ότι ο Πάπας «μέσα από ένα μάθημα θεολογίας και φιλοσοφίας υψηλού επιπέδου, έθεσε τις βάσεις για τη σωστή χρήση του λόγου, προβάλλοντας το στοιχείο, ότι η πίστη πρέπει να είναι ορθολογική και ότι μη δρώντας σύμφωνα με τον ελληνικό ορθό λόγο αντιτιθέμεθα στη φύση του Θεού, κάτι το οποίο δεν ασπάσθηκαν, γιατί δεν μπόρεσαν να το κατανοήσουν ούτε οι Μουσουλμάνοι αλλά ούτε και η δυτικο-χριστιανική λογική» [5]. Άρα, συμπεραίνουμε από το σχόλιο αυτό ότι, κατά τον συγγραφέα, η χριστιανική θρησκεία δεν υιοθέτησε πλήρως τον ελληνικό ορθό λόγο. Προφανώς εννοεί ότι ο ορθός λόγος είναι κατασκεύασμα των ελλήνων και όχι ότι εκτός από τον ελληνικό ορθό λόγο υπάρχει και ορθός λόγος άλλης καταγωγής! Ο Πάπας θέτει και τον παρακάτω προβληματισμό «άραγε η πεποίθησις ότι, εάν τις ενεργεί αλόγως, τούτο είναι αλλότριον προς την φύσιν του Θεού, είναι απλώς μία ελληνική ιδέα ή μήπως είναι πάντοτε και εγγενώς αληθής;» [6]. Για να συνεχίσει παρακάτω λέγοντας ότι «πιστεύω ότι δυνάμεθα εδώ να αντιληφθούμε την βαθείαν αρμονίαν μεταξύ εκείνου το οποίον είναι ελληνικόν, υπό την αρίστην έννοιαν του όρου, και της βιβλικής αντιλήψεως της πίστεως εις τον Θεόν.» Ακολούθως, ο Πάπας αναφέρεται στην τροποποίηση της αρχής της Γενέσεως υπό του Ευαγγελιστή Ιωάννου, ο οποίος την μετέτρεψε από το «Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την Γη» σε «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος». Δηλαδή, ο Θεός είναι ο Λόγος και Λόγος είναι ο Θεός!
Σε μία στιγμή βαθιάς «εξομολόγησης» ο Πάπας λέγει παρακάτω ότι «Εν πάση ειλικρινεία, πρέπει κανείς να παρατηρήσει ότι κατά τον όψιμον Μεσαιώνα ευρίσκομεν εν τη Θεολογία ρεύματα τα οποία έμελλε να ανακόψουν την σύνθεσιν ταύτην μεταξύ του ελληνικού πνεύματος και του χριστιανικού πνεύματος», και λίγο πιο κάτω «η εσωτερική αύτη προσέγγισις μεταξύ της βιβλικής πίστεως και της ελληνικής φιλοσοφικής διερευνήσεως ήτο γεγονός αποφασιστικής σημασίας ουχί μόνον εξ επόψεως της ιστορίας των θρησκειών, αλλά επίσης και εξ επόψεως της παγκοσμίου ιστορίας — είναι γεγονός το οποίον ακόμη σήμερον εγγίζει και ημάς.» Και με μεγάλη δόση αυτοκριτικής ο Πάπας δηλώνει ότι «Ο αφελληνισμός αναδύεται, το πρώτον, εν σχέσει προς τα αιτήματα της Μεταρρυθμίσεως κατά τον δέκατον έκτον αιώνα. Ενώπιον της παραδόσεως της Σχολαστικής Θεολογίας, οι Μεταρρυθμισταί εθεώρησαν ότι αντεμετώπιζαν έν σύστημα πίστεως διεπόμενον καθ’ ολοκληρίαν υπό της Φιλοσοφίας, τουτέστιν, μίαν έκφρασιν της πίστεως βασιζομένην επί ενός αλλοτρίου συστήματος σκέψεως. Συνεπεία τούτου, η πίστις δεν εφαίνετο πλέον ως ζων ιστορικός Λόγος, αλλ’ ως έν στοιχείον ευρυτέρου φιλοσοφικού συστήματος. Η αρχή “sola scriptura” (“μόνον η Γραφή”), εξ άλλου, επεζήτει την πίστιν εις την καθαράν, πρωτογενή μορφήν ταύτης, ως έκειτο αρχικώς εν τω βιβλικώ Λόγω. Η Μεταφυσική εφαίνετο μία πρότασις συλλογισμού συναγομένη εξ άλλης πηγής, εκ της οποίας η πίστις έπρεπε να ελευθερωθεί, προκειμένου να γίνει και πάλιν πλήρως πίστις. Ότε ο Kant εδήλωσε ότι έπρεπε να παραμερίσει την σκέψιν, ώστε να δημιουργήσει χώρον διά την πίστιν, προήγε τούτο ακριβώς το πρόγραμμα κατά τρόπον τόσον ριζοσπαστικόν, όσον ποτέ οι Μεταρρυθμισταί δεν ηδύναντο να έχουν προβλέψει. Τοιουτοτρόπως προσέδεσε την πίστιν αποκλειστικώς προς την πρακτικήν λογικήν και της ηρνήθη την πρόσβασιν εις την όλην πραγματικότητα.»
Επίλογος
Κλείνοντας το άρθρο αυτό, θα θέλαμε να τονίσουμε ότι ο «λόγος» είναι έννοια συχνά απαντώμενη, καθώς επίσης και ο ορθός λόγος. Εντούτοις, ο ορισμός τέτοιων εννοιών αποδεικνύεται ότι δεν είναι εύκολη υπόθεση. Επιπλέον, η παρερμηνεία τέτοιων όρων είναι εύκολη έχοντας ως αποτέλεσμα την προβληματική επικοινωνία μας. Εάν δεν υπάρχει βαθιά γνώση δεν μπορούμε να κατανοήσουμε πολύπλοκες έννοιες. Επίσης, εάν δεν υπάρχει κοινή αποδοχή των ορισμών, τότε οι συζητήσεις μας σε όλα τα επίπεδα δεν στέκονται σε σταθερές βάσεις.
Ο Σωκράτης θεωρείται, εκτός των άλλων, ως ο φιλόσοφος που επέμενε πολύ στους ορισμούς. Η συνεισφορά του σε αυτό το πεδίο ήταν ανεκτίμητη. Επέμενε πολύ στο ξεκαθάρισμα των εννοιών. Από την άλλη ο ορισμός είναι το αποκορύφωμα της Λογικής. Άρα, μήπως κατανοούσ