Τις τελευταίες ημέρες συζητήθηκε πολύ το θέμα που προέκυψε με την κα Ελένη Αντωνιάδου, η οποία είχε προβληθεί πάρα πολύ από τα ΜΜΕ ως διαπρεπής νέα επιστήμων. Τελικά, αποδείχθηκε ότι η κα Αντωνιάδου δεν διέθετε τις περγαμηνές, τις οποίες ισχυριζόταν ότι είχε. Το γιατί το έκανε ίσως είναι αντικείμενο της Ψυχολογίας, το πώς, όμως, μπορεί η ελληνική κοινωνία να θωρακιστεί από τέτοια φαινόμενα μας αφορά όλους.
Η ελληνική κοινωνία δεν έχει αποδεχθεί ότι για να διαπρέψει κάποιος στην επιστήμη χρειάζεται χρόνια δουλειάς και μόχθου. Τα πτυχία είναι χαρτιά! «Ελα ..ρέ, το χαρτί θέλω μόνο». Καμία αντίληψη ότι για να αποκτήσει κάποιος ένα πτυχίο θα πρέπει να μάθει όσα απαιτεί το επίπεδο του πτυχίου του, αλλά και να εφαρμόζει τις γνώσεις του (μαθησιακά αποτελέσματα). Για να γίνει αυτό, θα πρέπει να υιοθετηθούν τα μαθησιακά αποτελέσματα από τα Πανεπιστήμια, να εφαρμόζονται, να μετρούνται και να διορθώνονται όπου χρειάζεται. Άρα, στο τέλος θα πρέπει ο κάθε απόφοιτος να έχει επιτύχει ένα ελάχιστο όριο, ώστε να αποκτά το πτυχίο του αντίστοιχου επιπέδου. Στην Ανώτατη Εκπαίδευση να σημειώσουμε ότι υπάρχουν τρία επίπεδα, το 5, το 6 και το 7, σύμφωνα με το Εθνικό Πλαίσιο Προσόντων. Ταυτόχρονα, ο φόρτος εργασίας (πιστωτικές μονάδες) θα πρέπει να είναι πραγματικός, ώστε να μην κοροϊδευόμαστε. Πώς μπορεί, όμως, να είναι αληθινός όταν στα περισσότερα μαθήματα συμπεριλαμβάνεται και η παρακολούθηση, η οποία αντιστοιχεί σε 1-2 πιστωτικές μονάδες, η οποία δεν είναι υποχρεωτική και μόνο ένα μικρό ποσοστό φοιτητών παρακολουθεί τα μαθήματα. Άρα, μπορεί να υποθέσει κανείς ότι η Ανώτατη Εκπαίδευση πάσχει, διότι βασικές παράμετροι, όπως τα μαθησιακά αποτελέσματα και οι πιστωτικές μονάδες δεν καταμετρούνται, ούτε ελέγχονται από τα ιδρύματα.
Επιπλέον, η Πολιτεία αποφασίζει τον αριθμό των εισακτέων σε κάθε πανεπιστημιακό τμήμα, οπότε λόγω του τεράστιου αριθμού των εισακτέων είναι λογικό να εισέρχονται φοιτητές χωρίς το απαραίτητο υπόβαθρο σε πολλά τμήματα. Έτσι, αρχίζει ένας κύκλος κοροϊδίας προς τους εαυτούς μας, έλλειψης του «γνώθι σ’ αυτόν» και από αυτό θεωρώ ότι πρέπει να ξεκινήσει η αναδιοργάνωση της Ανώτατης Εκπαίδευσης. Με ερωτήματα του «Ποιοι είμαστε και τι μπορούμε να κάνουμε;» Πόσους φοιτητές μπορούμε να εκπαιδεύσουμε με τις υπάρχουσες υποδομές, όχι αυτές που ΘΑ γίνουν. Με το υπάρχον ανθρώπινο δυναμικό πόσους φοιτητές μπορούμε να δεχθούμε; Ποιές προϋποθέσεις θα πρέπει να ισχύουν για τα νεοιδρυόμενα τμήματα; Υπόψη ότι για το τελευταίο, η Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση της Ουγκάντα διαθέτει σαφείς και ακριβείς οδηγίες (https://www.unche.or.ug/)!
Έτσι, ξεκινούν οι εκπτώσεις: Έκπτωση στον αριθμό των εισακτέων, έκπτωση στο απαραίτητο επίπεδο των εισακτέων, ομοειδή τμήματα με μεγάλες αποκλίσεις στην βάση εισαγωγής, με δυνατότητα όμως των φοιτητών για μετεγγραφές, έκπτωση στα μαθησιακά αποτελέσματα, έκπτωση στις πιστωτικές μονάδες. Πρόβλημα υπάρχει, επίσης, με την κατάργηση της βαθμίδας του Λέκτορα, διότι κατά μερικούς η βαθμίδα του Επίκουρου Καθηγητή, για την απόκτηση της οποίας άλλα μέλη ΔΕΠ πάσχισαν πολλά χρόνια, είναι εισαγωγική βαθμίδα! Ο νομοθέτης ήθελε, πιστεύω, να αναβαθμίσει και να ισχυροποιήσει τις τρεις ανώτερες βαθμίδες, όχι να εξισώσει τον Επίκουρο με τον Λέκτορα!
Και μιας και μιλάμε για μέλη ΔΕΠ να τονίσουμε ότι για να εκλεγεί ένας επιστήμονας ως μέλος ΔΕΠ θα πρέπει να διαθέτει διδακτορικό τίτλο σπουδών, αναγνωρισμένο από το ΔΟΑΤΑΠ αν είναι από το εξωτερικό σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία. Επίσης θα πρέπει να διαθέτει τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα της βαθμίδας που διεκδικεί. Τίθεται το ερώτημα, «υπάρχει τρόπος να μετρηθεί η επιστημονικότατα του έργου ενός υποψηφίου;» Ναι, υπάρχει τρόπος. Είναι ο αριθμός των δημοσιεύσεων στο συγκεκριμένο αντικείμενο, ο δείκτης h-index, καθώς και οι ετεροαναφορές. Πώς μπορεί κάποιος να βρει τον αριθμό των δημοσιεύσεων ενός επιστήμονα; Υπάρχουν διεθνείς βάσεις δεδομένων, όπως το scopus, το οποίο είναι αρκετά αυστηρό (!), αλλά και άλλες, όπως το Google scholar, to Researchgate, το Pubmed για τις ιατρικές επιστήμες, κ.λπ. Οι βάσεις δεδομένων αυτές παρέχουν τον αριθμό των δημοσιεύσεων κάθε επιστήμονα, αλλά και επιπλέον στοιχεία, όπως το h-index. Τι είναι το h-index; «Ο δείκτης h είναι ίσος με τον αριθμό των επιστημονικών άρθρων που έχει δημοσιεύσει ένας ερευνητής, τα οποία το καθένα έχει τουλάχιστον h αναφορές από άλλους επιστήμονες», κατά την Βικιπαιδεία. Για παράδειγμα, ένας επιστήμονας με δείκτη h=10 σημαίνει ότι έχει δημοσιεύσει μεταξύ άλλων, 10 επιστημονικά άρθρα, εκ των οποίων το καθένα έχει 10 ή περισσότερες αναφορές από άλλους επιστήμονες.
Η κα Αντωνιάδου, η οποία παρεμπιπτόντως χλευάζεται πλέον από τα ελληνικά και διεθνή ΜΜΕ, που πριν βέβαια την εκθείαζαν, στην βάση δεδομένων scopus έχει h-index 7, καλό δείκτη για νέο επιστήμονα, όχι όμως τέτοιο που να δικαιολογεί ότι η κα Αντωνιάδου ήταν κορυφαία επιστήμονας στον χώρο της. Να τονίσουμε ότι με μία αναζήτηση στην ίδια βάση η κα Λούκα Κατσέλη, Καθηγήτρια στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του ΕΚΠΑ έχει h-index 1! Βέβαια στην βάση δεδομένων google scholar έχει h-index 20! Αντίθετα, ο κ. Νανόπουλος στο scopus έχει h-index 91! Τέλος, η κα Αντωνιάδου μάλλον δεν κατέχει διδακτορικό τίτλο σπουδών. Άρα, όλο το προφίλ της ήταν κατασκευασμένο, προφανώς από την ίδια.
Ας πάμε τώρα στον Σωκράτη, ο οποίος δεν διέθετε διδακτορικό τίτλο σπουδών, γιατί τότε δεν υπήρχε κάτι τέτοιο, κυκλοφορούσε συνήθως ρακένδυτος και ξυπόλητος και διαλαλούσε ότι το μόνο που ξέρω είναι ότι δεν ξέρω. Δεν χρειαζόταν την προβολή από κανέναν, αν και ήταν γνωστός στους περισσότερους Αθηναίους, ούτε την επιδίωκε. Ούτε υπερηφανευόταν ότι γνώριζε τα πάντα. Το αντίθετο, προσπαθούσε να βρει από τις διάφορες τέχνες κάποιον που να γνώριζε περισσότερα από εκείνον, σύμφωνα με τον χρησμό του Μαντείου. Φυσικά, είναι αδιανόητο να πιστεύει κανείς ότι ο Σωκράτης και οι φίλοι του δεν μελετούσαν σε βάθος τα θέματα που τους απασχολούσαν. Να τονίσω μόνο ότι, όπως αναφέρει ο Διογένης Λαέρτιος, όταν επέστρεψε ο Σωκράτης στον Ευριπίδη το βιβλίο «Περί φύσεως» του Ηρακλείτου του είπε ότι «τα τμήματα που κατάλαβα ήταν εξαιρετικά, αλλά τολμώ να πώ ότι, και όσα δεν κατάλαβα είναι εξαιρετικά. Χρειάζεται, όμως, ένας Δήλιος δύτης για να φθάσει στο βάθος αυτών». Είναι γνωστό ότι το ύφος του Ηρακλείτου ήταν αρκετά στριφνό, γι’ αυτό και αποκαλείτο «σκοτεινός». Άρα, ο Σωκράτης και οι σύγχρονοί του μελετούσαν σε βάθος τις απόψεις των προηγούμενων φιλοσόφων και σοφιστών. Είναι, επίσης γνωστή η συνεισφορά του Σωκράτη στην φιλοσοφία, την λογική και τα μαθηματικά με την επιμονή του στους ορισμούς των εννοιών κατά το βάθος και όχι κατά το πλάτος.
Ταυτόχρονα, ο Σωκράτης, όπως και ο Ηράκλειτος, αλλά και άλλοι σοφοί αδιαφορούσαν για την γνώμη των πολλών, διότι γνώριζαν ότι στην επιστήμη, στην φιλοσοφία, οι πολλοί δεν έχουν να συνεισφέρουν κάτι. Άρα, το ερώτημα είναι ποιος ο λόγος της αναζήτησης της τεράστιας προβολής για το επιστημονικό έργο ενός ερευνητή; Η σύνδεση του επιστημονικού/ερευνητικού έργου με την κοινωνία είναι σημαντική, αλλά σε ορισμένα όρια και χωρίς να χρειάζεται να προηγείται της αναγνώρισης και καταξίωσης εκ μέρους των ειδικών. Ακόμη, και αν πραγματικά κάποιος είναι τόσο μεγάλος επιστήμονας θα πρέπει να παραμένει σεμνός, να μην κυριαρχεί το «εγώ» στην επικοινωνία του με τους άλλους και να γνωρίζει ότι με την τεράστια εξάπλωση των επιστημών είναι αδύνατον κάποιος να διαθέτει την ευρύτητα γνώσεων ακόμη και σε συναφείς ή κοντινές επιστήμες. Πόσο, μάλιστα, όταν άλλες αρετές, όπως οι θεϊκές είναι αυτές που μπορούν να κάνουν ένα άνθρωπο ευτυχισμένο και όχι οι εφήμερες δόξες και δάφνες!