Εισαγωγή
Στο άρθρο αυτό θα αναφερθούμε σε ένα ερώτημα που τίθεται συχνά τον τελευταίο καιρό. Το ερώτημα είναι ποιες είναι οι υποχρεώσεις ενός κράτους, ειδικά όταν εναλλάσσονται στην εξουσία κόμματα με εντελώς αντίθετες ιδεολογικές ή πολιτικές θέσεις. Έχει την «υποχρέωση» η νέα κυβέρνηση να τηρήσει τα υπογραφέντα από την προηγούμενη κυβέρνηση ή όχι; Εννοείται, βέβαια, ότι είναι πιο εύκολο όταν δεν εμπλέκονται διακρατικές ή διεθνείς συμφωνίες, διότι στην τελευταία περίπτωση τα πράγματα περιπλέκονται.
Να σημειώσουμε ότι το θέμα προφανώς δεν είναι εύκολο να απαντηθεί και ότι χρειάζεται ωριμότητα και «φρόνηση» για να παρθεί η σωστή απόφαση, φυσικά πάντα ανά περίπτωση. Το θέμα απασχόλησε πολλούς φιλοσόφους και μάλιστα ένα των μεγίστων φιλοσόφων, τον Αριστοτέλη. Θα παραθέσουμε στη συνέχεια την άποψή του για την συνέχεια της πόλης ή την ασυνέχειά της. Εδώ δανειζόμαστε μια έννοια από τα μαθηματικά, την συνέχεια συναρτήσεων και τα ασυνεχή σημεία της, για να καθορίσουμε την απάντηση στο ερώτημα εάν κάθε διακυβέρνηση πρέπει να έχει συνέχεια ή όχι. Αυτό είναι και το βασικό ερώτημα («απορία») του άρθρου. Για να συνδέσουμε το θέμα θα αναφερθούμε στο περιβόητο δάνειο των Αθηναίων από τους Σπαρτιάτες κατά την διάρκεια της διακυβέρνησης των Αθηνών από τους Τριάκοντα τυράννους.
Δάνειο Αθηναίων από τους Σπαρτιάτες
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, οι ολιγαρχικοί Αθηναίοι το 404 π.Χ., κατά την διάρκεια της ολιγόμηνης διακυβέρνησης, είχαν ζητήσει και πήραν δάνειο εκατό ταλάντων από την Σπάρτη. Ας δούμε την σχετική τεκμηρίωση από τις αρχαίες πηγές. Ο Δημοσθένης στον λόγο του «Περί της ατελείας προς Λεπτίνην» γράφει σχετικά, «λέγονται χρήμαθ’ οἱ τριάκοντα δανείσασθαι παρὰ Λακεδαιμονίων ἐπὶ τοὺς ἐν Πειραιεῖ.
ἐπειδὴ δ’ ἡ πόλις εἰς ἓν ἦλθεν καὶ τὰ πράγματ’ ἐκεῖνα κατέστη, πρέσβεις πέμψαντες οἱ Λακεδαιμόνιοι τὰ χρήματα ταῦτ’ ἀπῄτουν». Δηλαδή, λέγεται ότι οι τριάκοντα τύραννοι δανείσθηκαν χρήματα από τους Λακεδαιμονίους για να αντιμετωπίσουν όσους είχαν καταλάβει τον Πειραιά. Στην συνέχεια γράφει ότι «ἐπειδὴ δ’ ἡ πόλις εἰς ἓν ἦλθεν καὶ τὰ πράγματ’ ἐκεῖνα κατέστη, πρέσβεις πέμψαντες οἱ Λακεδαιμόνιοι τὰ χρήματα ταῦτ’ ἀπῄτουν». Δηλαδή, όταν η πόλη συνενώθη (εννοεί η Αθήνα με τον Πειραιά) και σταμάτησαν οι ταραχές, οι Λακεδαιμόνιοι έστειλαν αντιπροσώπους και απαιτούσαν εκείνα τα χρήματα. Ακολούθησαν συζητήσεις μεταξύ των Αθηναίων για το τι έπρεπε να κάνουν. Άλλοι έλεγαν ότι θα πρέπει να πληρώσουν το δάνειο οι ολιγαρχικοί που απέμειναν, οι περισσότεροι είπαν ότι θα πρέπει να το πληρώσουν όλοι μαζί, διότι έτσι θα έδειχναν την ομόνοια και την ενότητά τους, αλλά και ότι ο λαός αποφάσισε να συνεισφέρει διότι δεν ήθελε να αθετήσει τα συμφωνηθέντα (« λόγων δὲ γιγνομένων καὶ τῶν μὲν τοὺς δανεισαμένους ἀποδοῦναι κελευόντων, τοὺς ἐξ ἄστεως, τῶν δὲ τοῦτο πρῶτον ὑπάρξαι τῆς ὁμονοίας σημεῖον ἀξιούντων, κοινῇ διαλῦσαι τὰ χρήματα, φασὶ τὸν δῆμον ἑλέσθαι συνεισενεγκεῖν αὐτὸν καὶ μετασχεῖν τῆς δαπάνης, ὥστε μὴ λῦσαι τῶν ὡμολογημένων μηδέν»)!
Βλέπουμε, επομένως, από την πρώτη πηγή της βιβλιογραφίας μας, ότι οι Αθηναίοι στο τέλος του 4ου αιώνα π.Χ. με το επίπεδο που είχαν, παρ’ όλο που προερχόταν από ένα μακροχρόνιο πόλεμο, τον Πελοποννησιακό πόλεμο, δεν πήραν μία βιαστική και παρορμητική απόφαση. Αντίθετα, ζύγισαν καλά τα πράγματα και έβαλαν το κοινό καλό, που εκφράζεται κατά την γνώμη μου και με την αξιοπρέπεια και την τήρηση των «συμφωνηθέντων», πάνω από τις κομματικές επιλογές τους. Έτσι, έδειξαν ότι η πόλη τους είχε συνέχεια ανεξάρτητα από το κόμμα ή την παράταξη που κυβερνάει. Επομένως, η πόλη ή το Κράτος σήμερα είναι κάτι ευρύτερο από την κάθε κυβέρνηση ή παράταξη. Να τονίσουμε στο σημείο αυτό ότι πολλά γεγονότα στον μη ειδικό φαίνονται ασύνδετα ή χωρίς σημασία και εμβάθυνση. Την εποχή που συζητάμε, το 404 π.Χ δηλαδή, ζούσε ακόμη ο Σωκράτης και είχε μπεί στον κύκλο του ο νεαρός Πλάτων. Μεγάλη μερίδα των Αθηναίων, παρ’ όλο τον πόλεμο επηρεαζόταν από τον μεγάλο φιλόσοφο Σωκράτη.
Ας περάσουμε στην δεύτερη πηγή για το δάνειο των Αθηναίων από τους Σπαρτιάτες, τον Ισοκράτη. Ο ρήτορας Ισοκράτης γεννήθηκε λίγο πριν τον Πλάτωνα, το 336 π.Χ, και ήταν ένας από τους δέκα Αττικούς ρήτορες. Ήταν στον κύκλο του Σωκράτη, αλλά ακολούθησε διαφορετική πορεία από τον Πλάτωνα, θεωρώντας ότι η μεταφυσική είναι αδιάφορη και ανεδαφική. Εκείνος ασχολήθηκε με την ρητορική και την πρακτική φιλοσοφία. Στον λόγο του «Αρεοπαγιτικός» ο Ισοκράτης, εκθειάζοντας την επιείκεια που έδειχνε το δημοκρατικό πολίτευμα αναφέρει ότι «δανεισαμένων γὰρ τῶν ἐν ἄστει μεινάντων ἑκατὸν τάλαντα παρὰ Λακεδαιμονίων εἰς τὴν πολιορκίαν τῶν τὸν Πειραιᾶ κατασχόντων, ἐκκλησίας γενομένης περὶ ἀποδόσεως τῶν χρημάτων, καὶ λεγόντων πολλῶν ὡς δίκαιόν ἐστι διαλύειν τὰ πρὸς Λακεδαιμονίους μὴ τοὺς πολιορκουμένους ἀλλὰ τοὺς δανεισαμένους, ἔδοξε τῷ δήμῳ κοινὴν ποιήσασθαι τὴν ἀπόδοσιν». Δηλαδή, αυτοί που παρέμειναν στην πόλη, οι ολιγαρχικοί, δανείσθηκαν εκατό τάλαντα από τους Λακεδαιμονίους για να πολιορκήσουν τους δημοκρατικούς, που είχαν καταλάβει τον Πειραιά. Όταν συνήλθε στην συνέχεια η εκκλησία του δήμου με θέμα την επιστροφή των χρημάτων στους Λακεδαιμονίους, πολλοί έλεγαν ότι δίκαιο είναι να επιστρέψουν τα χρήματα αυτοί που τα δανείστηκαν, δηλαδή οι ολιγαρχικοί που απέμειναν. Οι περισσότεροι, όμως, θεώρησαν φρόνιμο να επιστρέψουν από κοινού τα χρήματα. Όπερ εγένετο. Έτσι, συνεχίζει ο Ισοκράτης, κατόρθωσε η δημοκρατική Αθήνα με την σύνεση που επέδειξαν οι δημοκρατικοί ηγέτες της και ο λαός να επικρατήσει η ομόνοια και η ενότητα και να επανέλθει η ηρεμία στην πόλη, έτσι ώστε αργότερα, το 371 π.Χ. οι Λακεδαιμόνιοι θερμοπαρακαλούσαν («ικετεύσοντας και δεησομένους») τους Αθηναίους ώστε να τους βοηθήσουν κατά των επιδρομών των Θηβαίων.
Η τρίτη μας πηγή είναι από το έργο του Αριστοτέλη «Αθηναίων Πολιτεία». Ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι «οὐ γὰρ μόνον τὰς περὶ τῶν προτέρων αἰτίας ἐξήλειψαν, ἀλλὰ καὶ τὰ χρήματα Λακεδαιμονίοις, ἃ οἱ τριάκοντα πρὸς τὸν πόλεμον ἔλαβον, ἀπέδοσαν κοινῇ, κελευουσῶν τῶν συνθηκῶν ἑκατέρους ἀποδιδόναι χωρίς, τούς τ´ ἐκ τοῦ ἄστεως καὶ τοὺς ἐκ τοῦ Πειραιέως, ἡγούμενοι τοῦτο πρῶτον ἄρχειν δεῖν τῆς ὁμονοίας». Δηλαδή, διότι όχι μόνο εξάλειψαν τις αντεγκλήσεις σχετικά με το παρελθόν αλλά και τα χρήματα που είχαν λάβει οι Τριάκοντα για τον πόλεμο επέστρεψαν στους Σπαρτιάτες από κοινού, μολονότι η συνθήκη όριζε ότι τα μέρη στην πόλη (Αθήνα) και τον Πειραιά έπρεπε να αποζημιώσουν χωριστά.
Υπάρχουν και άλλες αναφορές στο δάνειο των ολιγαρχικών από του Λακεδαιμόνιους, όπως στο έργο του Ξενοφώντα «Ελληνικά», αλλά και στο έργο του Πλουτάρχου «Λύσανδρος». Ο Ξενοφών αναφέρει ότι «Λύσανδρος λογισάμενος ὅτι οἷόν τε εἴη ταχὺ ἐκπολιορκῆσαι τοὺς ἐν τῷ Πειραιεῖ κατά τε γῆν καὶ κατὰ θάλατταν, εἰ τῶν ἐπιτηδείων ἀποκλεισθείησαν, συνέπραξεν ἑκατόν τε τάλαντα αὐτοῖς δανεισθῆναι, καὶ αὐτὸν μὲν κατὰ γῆν ἁρμοστήν, Λίβυν δὲ τὸν ἀδελφὸν ναυαρχοῦντα ἐκπεμφθῆναι». Δηλαδή, ο Λύσανδρος υπολόγισε ότι γρήγορα θα μπορούσαν να αναγκάσουν τους στασιαστές στον Πειραιά να συνθηκολογήσουν, αν τους πολιορκούσαν από την στεριά και την θάλασσα και επιπλέον αν τους στερούσαν τον ανεφοδιασμό. Έτσι, φρόντισε να δοθούν στους ολιγαρχικούς εκατό τάλαντα δανεικά, και να διοριστεί ο ίδιος αρμοστής για τη στεριά και ο αδελφός του Λίβυς ναύαρχος.
Από τα παραπάνω έχουμε σχεδόν το πλήθος των πληροφοριών για το δάνειο των ολιγαρχικών από τους Λακεδαιμονίους, αλλά και την αιτιολόγηση της επιστροφής των χρημάτων από τους δημοκρατικούς Αθηναίους μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας τον Ιανουάριο του 403 π.Χ.
Επίλογος
Κλείνοντας το άρθρο αυτό, θα ήθελα να τονίσω ότι σκοπός του ήταν, όπως και του δεύτερου μέρους, να απαντηθεί το ερώτημα/απορία, εάν η πόλη/Κράτος έχει συνέχεια ή υπάρχουν και σημεία ασυνέχειας; Έτσι, εξιστορήσαμε τα του δανείου των ολιγαρχικών Αθηναίων από τους Λακεδαιμονίους και την αποπληρωμή του από τους δημοκρατικούς Αθηναίους. Η συμπεριφορά των δημοκρατικών Αθηναίων δείχνει ότι υπήρχε η πεποίθηση ότι η πόλη/Κράτος έχει συνέχεια και επομένως όποια συμφωνία υπογράφεται από οποιαδήποτε διακυβέρνηση/κόμμα/παράταξη, η πόλη/Κράτος οφείλει να την σεβαστεί.
Επειδή η άποψη του Αριστοτέλη, κατά την ταπεινή μου γνώμη, ήταν προς την κατά περίπτωση αντιμετώπιση των πολιτικών θεμάτων, από συνετούς και φρόνιμους πολίτες και ηγέτες προς το καλό της πόλης, θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι ανάλογα με την περίπτωση θα πρέπει να αποδεχθεί η κάθε κυβέρνηση τους νόμους και τις συμφωνίες που υπογράφει η προηγούμενη κυβέρνηση. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι δεν θα πρέπει κάποιες ανορθολογικές περιπτώσεις να εξισορροπούνται άμεσα.