Πολύ συχνά, κατά την διάρκεια πολιτικών συζητήσεων, ακούγεται το επιχείρημα «μα, και οι προηγούμενοι τι έκαναν»; Ή πολλές φορές τα επιχειρήματα του συνομιλητή είναι σε διαφορετικό δρόμο/επίπεδο, παρακάμπτοντας το τεθέν ερώτημα. Είναι αυτό λογικά ορθό; Οδηγεί σε χρήσιμα συμπεράσματα; Ή απλά είναι χάσιμο χρόνου;
Συνήθως συζητάμε για το σημείο, στο οποίο βρίσκεται σήμερα η κατάσταση σε ένα θέμα, για παράδειγμα η παιδεία ή η οικονομία, και ο συνομιλητής στρέφει την συζήτηση στο παρελθόν και στο τι έκαναν οι προηγούμενοι. Αυτό είναι, κατά την ταπεινή γνώμη μου, σφάλμα και θα επικαλεσθώ τα λόγια του Σωκράτη στον διάλογο του Πλάτωνος «Φαίδρο», όπου λέει ότι «για κάθε ζήτημα, …, μία αρχή υπάρχει γι’ αυτούς που πρόκειται σωστά ν’ αποφασίσουν». Πρέπει, δηλαδή, σε κάθε συζήτηση/ερώτημα να υπάρχει μία αρχή από την οποία ξεκινάμε. Η αρχή αυτή πρέπει να είναι κοινώς αποδεκτή, διότι διαφορετικά όλη η συζήτηση θα είναι σε λάθος κατεύθυνση. Αυτό μας οδηγεί σε ένα κοινά αποδεκτό ορισμό ή αφετηρία. Είναι, βέβαια, πολύ συχνό δύο συνομιλητές για το θέμα που συζητούν να έχουν διαφορετική αφετηρία, που σημαίνει ότι μάλλον μόνο κατά λάθος θα φθάσουν σε σωστά και κοινά αποδεκτά συμπεράσματα.
Όπως λέει ο Σωκράτης «πρέπει να γνωρίζουμε για ποιό ζήτημα υπάρχει ανάγκη απόφασης, διαφορετικά κατ’ ανάγκη θα σφάλουμε ολοσχερώς». Φαντάζομαι ότι όλοι έχουμε συμμετάσχει ή έχουμε γίνει κοινωνοί περιπτώσεων, όπου ένας από τους δύο συνομιλητές θέτει το ερώτημα και ο δεύτερος αποφεύγει να απαντήσει λέγοντας κάτι εντελώς διαφορετικό και πολλές φορές μη σχετικό. Αυτό είναι ένα άλλο σφάλμα, διότι ο Σωκράτης και ο Πλάτων «δίδαξαν» ότι θα πρέπει η συζήτηση να ακολουθεί μία «σταθερή» διαδρομή. Μάλιστα, με την μέθοδο της ερωταπόκρισης πρέπει να διευκολύνεται η σωστή πορεία της συζήτησης, και όχι να μεταφέρεται σε άλλο, διαφορετικό επίπεδο. Για παράδειγμα, στο ερώτημα εάν η πολιτική του Υπουργού Παιδείας για την απορρόφηση των ΤΕΙ από τα Πανεπιστήμια είναι αναβάθμιση των ΤΕΙ, θα πρέπει πρώτα να εξετάσουμε την ειδοποιό διαφορά των ΤΕΙ από τα Πανεπιστήμια, και στη συνέχεια να εξετάσουμε εάν με τις αλλαγές που πραγματοποιούνται η ειδοποιός αυτή διαφορά αναβαθμίζεται. Δυστυχώς, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, κατά την γνώμη μου. Το αντεπιχείρημα ότι οι προηγούμενες κυβερνήσεις, ή καλύτερα υπουργοί, «τι έκαναν για τα ΤΕΙ;», δεν είναι ένα σωστό επιχείρημα, διότι στην πολιτική πρέπει να κοιτάμε που μπορούμε να πάμε με τις ενέργειες που δρομολογούνται από το σημείο στο οποίο βρισκόμαστε τώρα (Μαρκοβιανές αλυσίδες στα μαθηματικά).
Ας επιστρέψουμε τώρα στο θέμα των ορισμών και την πρώτης αρχής. Είναι ενδιαφέρον να παρατηρεί κανείς ότι ακόμη και σήμερα δεν έχουμε καταλήξει σε αποδεκτούς ορισμούς εννοιών, όπως για παράδειγμα «τι είναι γνώση». Έννοιες, δηλαδή, που χρησιμοποιούμε πολύ συχνά. Όταν από την άλλη μεταφερόμαστε σε μία ξένη γλώσσα, π.χ. τα αγγλικά, τα πράγματα χειροτερεύουν, διότι πως για παράδειγμα κατανοεί κάποιος την λέξη knowledge, και ποια η σχέση της με την γνώση; Είναι το ίδιο; Είναι διαφορετικές έννοιες; Ένα επόμενο ερώτημα μπορεί να είναι το εξής: Μεταβάλλεται η γνώση; Είναι κάτι δυναμικό ή είναι κάτι στατικό; Υπάρχει ορισμός της; Ή είναι δύσκολο να προσδιοριστεί η έννοιά της; Θυμάμαι καθηγητή του Πανεπιστημίου Κρήτης σε ένα συνέδριο να αναφέρει ότι η γνώση μεταβάλλεται και ότι δεν είναι σταθερή. Είναι αυτό που λέμε γενικώς ότι «έχουμε πλέον ένα σωρό πληροφορίες (big data)», που είναι δύσκολο να τις επεξεργαστούμε. Όταν τον ρώτησα «τι θεωρεί ότι είναι η γνώση;» απέφυγε να μου δώσει ορισμό. Πολλές φορές συγχέουμε την γνώση με τα δεδομένα. Ίσως να ήταν αυτή η περίπτωση στην οποία αναφερόταν, αν λάβουμε υπόψη ότι ήταν καθηγητής πληροφορικής. Έχουμε, λοιπόν, γνώση, πληροφορία, δεδομένα! Άρα, ισχύει ότι «έχει ξεφύγει μάλιστα της προσοχής των περισσότερων ότι δεν γνωρίζουν την ουσία των κάθε ζητήματος». Συνήθως, για να μην φανεί ότι δεν γνωρίζουμε και υποστούμε την ταπείνωση του «εγώ» μας, απαντάμε σε μια ερώτηση χωρίς πολύ σκέψη και τις πιο πολλές φορές λανθασμένα. Επιπλέον, δεν παραδεχόμαστε από την αρχή ότι δεν γνωρίζουμε, αλλά και ούτε αποδεχόμαστε εύκολα όταν κάποιος μας «βάλει στην θέση μας»! Το τελευταίο δεν θα έπρεπε να γίνεται, ειδικά στην Ελλάδα, που γέννησε την διαλεκτική, η οποία αναδείχθηκε με τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα.
Στους διαλόγους του Πλάτωνα η συζήτηση ξεκινά, συνήθως, με ερωτήσεις του Σωκράτη και απαντήσεις του συνομιλητή του. Τις πιο πολλές φορές δίνεται ένας ορισμός, ο οποίος απορρίπτεται από τον Σωκράτη οδηγώντας τον συνομιλητή του στην παραδοχή του λάθους του και την εκ νέου προσπάθεια για νέο ορισμό. Ήδη, όμως, έχουν ανέβει ένα σκαλοπάτι στην έλικα, παρ’ όλο που δεν έφθασαν στον τελικό ορισμό. Έτσι, αυτό συνεχίζεται αρκετές φορές ακόμη. Η διαδρομή αυτή έχει παρομοιαστεί πολλές φορές με μία πορεία στο δάσος, κατά την διάρκεια της οποίας έχουμε ευχαριστηθεί τα σημεία που διασχίσαμε, όσο και την άφιξη στον προορισμό μας. Πολλές φορές ο Σωκράτης και οι συνομιλητές του δεν καταλήγουν σε αποδεκτό ορισμό, οπότε έχουμε τους απορρητικούς διαλόγους του Πλάτωνα, κυρίως στην πρώτη συγγραφική του περίοδο.
Την πορεία μίας συζήτησης επηρεάζουν και οι ηθικοί φραγμοί, αλλά και ο χαρακτήρας των συνομιλητών, ο οποίος δεν επιτρέπει να αποδεχθούν ότι δεν γνωρίζουν, «και δεν το ομολογούν στην αρχή της σκέψης τους, σαν να το γνωρίζουν. Προχωρώντας, όμως, στη συζήτηση, πληρώνουν το ανάλογο αντίτιμο. Διότι ούτε με τον εαυτό τους, ούτε με τους άλλους συμφωνούν». Τέτοιες περιπτώσεις είναι ο Θρασύμαχος στο πρώτο βιβλίο της «Πολιτείας» και ο Καλλικλής στον «Γοργία». Δηλαδή, ενώ ενδόμυχα παραδεχόμαστε την υπεροχή του συνομιλητή μας και των επιχειρημάτων του, ο χαρακτήρας μας δεν μας αφήνει ελεύθερους να το παραδεχθούμε. Αυτό συμβαίνει και στην σύγχρονη πολιτική, όπου οι ιδέες κάποιου δεν γίνονται άμεσα αποδεκτές, διότι δεν προέρχονται από τους θεωρητικά «ειδήμονες», αλλά από κάποιον άλλο.
Κλείνοντας, θα ήθελα να συνοψίσω γράφοντας ότι είναι σημαντικό να καθορίζουμε την αρχή της συζήτησής μας, η οποία πρέπει να γίνεται αποδεκτή από τους συνομιλητές. Διαφορετικά, θα οδηγούμαστε σε διαφορετικούς δρόμους και άλλα θα εννοεί ο ένας και άλλα ο άλλος, έχοντας σαν αποτέλεσμα να μην βγαίνει κάτι σωστό για το σύνολο. Στον ορθό δρόμο μπορεί να βοηθήσει η μέθοδος της ερωταπόκρισης του Σωκράτη, διότι διατηρεί την συνομιλία σε ένα μονοπάτι και η μαιευτική μέθοδος, η οποία «γεννά» την γνώση.